κέρχνος

κέρχνος
(I)
κέρχνος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. *gher-ghro-, με ανομοίωση τού δεύτερου -τ- σε -n- (* gher-ghno-), ενώ με ανομοίωση τού πρώτου -τ- σε -η- (* ghen-ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος*. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. κέρχνος είναι ο αρχικός (< *κέρκσνος), οπότε συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. hirso «κεχρί», ο δε τ. κέγχρος προέκυψε με μετάθεση].
————————
(II)
κέρχνος, -ον (Α)
1. τραχύς, βραχνός
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κέρχνος
α) τραχύ εξόγκωμα («τραχὺς χελώνης κέρχνος», Σοφ.)
β) (για τον λαιμό) βραχνάδα
γ) διαπεραστική κραυγή, στριγγλιά
δ) ασημόσκονη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για ονοματοποιημένη λ. Συνδέεται πιθ. με το κρεξ*, οπότε θα προέκυψε < *κερκ-σνος και θα πρέπει να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα ker-k- που είναι προϊόν ονοματοποιίας. Έχει επίσης προταθεί σύνδεση με το αρχ. ινδ. ghar-ghara- «τρίξιμο, θόρυβος», επίσης προϊόν ονοματοποιίας, οπότε θα προέκυψε < *κέρ-χρ-ος με ανομοιωτική τροπή τού δεύτερου -ρ- σε -ν-. Παράλληλα με τον κέρχνος μαρτυρείται και τ. καρχ-αλέος, ο οποίος θα πρέπει να προέκυψε κατά το σχήμα ισχνός: ισχαλέος.
ΠΑΡ. αρχ. κερχνασμός, κερχνηίς, κέρχνω, κερχνώ, κερχνώδης, κερχνωτός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αιμόκερχνον, άκερχνος].
————————
(III)
κέρχνος, ὁ (Α)
πήλινο πινάκιο για λατρευτική χρήση, κέρνος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κέρνος (II)*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κέρχνος — millet masc/fem nom sg κέρχνος millet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρχνον — κέρχνος millet masc/fem acc sg κέρχνος millet neut nom/voc/acc sg κέρχνος millet masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρχνου — κέρχνος millet masc/fem/neut gen sg κέρχνος millet masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρχνων — κέρχνος millet masc/fem/neut gen pl κέρχνος millet masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερχνίον — κερχνίον, τὸ (Α) επιγρ. (υποκορ. τού κέρχνος (III)* μικρό κέρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρχνος (III) + υποκορ. κατάλ. ίον] …   Dictionary of Greek

  • κερχνηίς — ίδος και κερχνής, ήδος και κέρχνη και κεγχρηίς, ίδος και κεγχρίς, ίδος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) είδος γερακιού που πήρε την ονομασία του από τη βραχνή φωνή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κερχνηίς < κέρχνος (II) «βραχνάδα» + κατάλ. ηίς, που απαντά και σε… …   Dictionary of Greek

  • χέρχνος — ὁ, Α κέρχνος*. κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κέρχνος*] …   Dictionary of Greek

  • Kernos — Pour les articles homonymes, voir Kernos (revue). Kernos en terre cuite, de la période du Cycladique Ancien III Cycladique Moyen II (v. 2000 av. J. C.), découvert dans une tombe à Mélo …   Wikipédia en Français

  • Kernos — de terracota, del periodo Cicládico Antiguo III Cicládico Medio II (h. 2000 a. C.), descubierto en una tumba de Milo y conservado en el Museo del Louvre (Sèvres 3552). En la cerámica griega, un kernos (en griego antiguo κέρνος o κέρχνος …   Wikipedia Español

  • AURI Adamas — Α᾿δάμας Graecis, dictum est, quod cum reliquo auroso lapide (quâ voce indigitatur lapis auri venâ micans, Graecis λὶθος χρυσίτις) in farinam moli non potest, nec pilis ferreis comminui, ut apud Pollucem videre est. Alias Flos auri, quod optimum… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”